νευρώνας

νευρώνας
Τα κύτταρα που συγκροτούν τον νευρικό ιστό. Το κύριο σώμα του ν., που έχει και τον πυρήνα, λέγεται περικάρυο (καρυοπυρήνας). Τα σημεία επαφής των ν. μεταξύ τους ή μεταξύ ν. και άλλων τύπων κυττάρων, λέγονται συνάψεις. Τα σημεία αυτά είναι ιδιαίτερα σημαντικά για τη μεταβίβαση του νευρικού ερεθίσματος (νευρικού παλμού). Οι αποφυάδες είναι δύο ειδών: μικρές και λεπτές (που λέγονται δενδρίτες) και μια από μακριά και με μεγαλύτερη διάμετρο (που λέγεται νευρίτης ή νευράξονας). Η ύπαρξη των δύο αυτών κατηγοριών αποφυάδων δίνει τη μορφολογική πολικότητα στον ν. Στα σπονδυλόζωα και τα ανώτερα ασπόνδυλα, τα περικάρυα (κυτταρικά σώματα των ν.) συγκροτούν τον εγκέφαλο, τον νωτιαίο μυελό και τα γάγγλια που αποτελούν το κεντρικό νευρικό σύστημα. Οι αποφυάδες των ν. σχηματίζουν τα νεύρα και δημιουργούν το περιφερειακό νευρικό σύστημα. Υπάρχουν πολλά είδη ν. Με βάση τη φυσιολογία τους οι ν. διακρίνονται σε αισθητικούς που δέχονται τα ερεθίσματα, σε κινητικούς που μεταδίδουν εντολές σε άλλα κύτταρα για να αντιδράσουν στο ερέθισμα με κίνηση και σε διάμεσους, που μεταβιβάζουν νευρικά ερεθίσματα μέσα στο νευρικό σύστημα, δηλαδή από ένα νευρικό κύτταρο σε άλλο επίσης νευρικό. Με βάση τη διάταξη και τον αριθμό των αποφυάδων τους, οι ν. διακρίνονται σε μονοπολικούς (με ένα νευράξονα, χωρίς δενδρίτες), διπολικούς (με έναν νευράξονα και έναν δενδρίτη) ψευδομονοπολικούς (με μια αποφυάδα που διακλαδίζεται σε νευράξονα και δενδρίτη) και πολυπολικούς (με πολλούς δενδρίτες). Ο πιο συνηθισμένος τύπος ν. στα σπονδυλόζωα είναι ο πολυπολικός.
* * *
ο
βιολ. διαφοροποιημένο νευρικό κύτταρο τών σπονδυλοζώων και τών ανώτερων ασπόνδυλων που αποτελείται από το κυτταρικό σώμα και τις αποφυάδες του, δηλ. τον νευράξονα και τους δενδρίτες, και το οποίο αποτελεί τη λειτουργική μονάδα τού νευρικού συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neuron < νεῦρον + κατάλ. -ώνας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νευρικός — ή, ό, θηλ. και ιά (ΑΜ νευρικός, ή, όν) [νεύρον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα νεύρα ή αυτός που προκαλείται από τα νεύρα (α. «νευρικό σύστημα» β. «νευρικός κλονισμός») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νευρικά οι παθήσεις τών νεύρων νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • νεύρο — το (ΑΜ νεῡρον) 1. συν. στον πληθ. τα νεύρα βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ ετέρου, και πρός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”